Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τὰ ἐν τῷ σώματι μόρια

  • 1 αδηλοφλεβος

        2
        со скрытыми (глубоко расположенными) жилами

    Древнегреческо-русский словарь > αδηλοφλεβος

  • 2 συμπάσχω

    συμπάσχω 2 aor. συνέπαθον
    to have the same thing happen to one, suffer with, also suffer the same thing as (Pla., Charm. 169c) w. the dat. (Epict. 1, 14, 2; IG XIV/2, 124, 3 [c. 200 A.D.]; POxy 904, 7 ἅμα μοι συνπαθεῖν; Herm. Wr. 494, 1 Sc.; Philo, De Prov. in Eus., PE 8, 14, 23; TestZeb 7:5; TestBenj 4:4 v.l.; sim. use of the dat. in 2 below) αὐτῷ (=Ἰησοῦ Χριστῷ) ISm 4:2; cp. Pol 9:2. Abs., but also of suffering w. Christ Ro 8:17.—συμπάσχει πάντα τὰ μέλη w. one part of the body that suffers 1 Cor 12:26 (Diod S 18, 42, 4 συμπασχόντων ἁπάντων τῶν μελῶν=all the members [of the σῶμα] are involved in suffering [or exertion] together; Diog. L. 2, 94 τὴν ψυχὴν συμπαθεῖν τῷ σώματι. Cp. Maximus Tyr. 28, 2c; Alex. Aphr., An. p. 100, 3 Br. πάντα τὰ μόρια ἀλλήλοις ἐστὶν ἐν τῷ σώματι συμπαθῆ; Philo, Spec. Leg. 3, 194; Plut., Solon 88 [18, 6] τ. πολίτας ὥσπερ ἑνὸς σώματος μέρη συναισθάνεσθαι κ. συναλγεῖν ἀλλήλοις).
    to have understanding or sensitivity for others esp. in their troubles, have sympathy for τινί (Polyb.; Diod S 17, 36, 3 τοῖς ἠτυχηκόσιν; Plut.) IRo 6:3. συμπάσχειν ἀλλήλοις 2 Cl 4:3; IPol 6:1.—M-M. s.v. συνπάσχω. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συμπάσχω

См. также в других словарях:

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»